cavilar - ορισμός. Τι είναι το cavilar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι cavilar - ορισμός


cavilar      
verbo trans.
Fijar tenazmente la consideración de una cosa con demasiada sutileza. Se utiliza también como intransitivo.
cavilar      
cavilar (del lat. "cavillare"; "cómo, para, sobre") intr. *Pensar con preocupación en un asunto; por ejemplo, tratando de encontrar una explicación o una solución: "Se pasa el día cavilando sobre cómo encontrar dinero". Bartulear, quebrarse [o romperse] la cabeza, calabacearse, darse de calabazadas [o calabazazos], romperse los cascos, cavar, quillotrar, rebinar, reinar, repensar, revolver, rumiar, devanarse los sesos, tornear, torturar[se], dar vueltas, dar vueltas a la cabeza. *Pensar. *Preocupar.
cavilar      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cavilar
1. Por esa razón empezó a cavilar sobre la Corte Suprema.
2. La oferta de los nacionalistas la consideró un "futurible" y aseguró que ahora no es el momento de cavilar.
3. Aunque no son situaciones equiparables, no estaría de más que tanto el Gobierno central como el Tripartito reconocieran que se equivocaron, al menos por falta de previsión; pero hablar de "humillación" del pueblo valenciano, como ha hecho el presidente de esa comunidad, e incluso llevar la protesta a la calle junto con los murcianos, es cavilar fuera del tiesto.
Τι είναι cavilar - ορισμός